Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Χωρίς Τίτλο #2.

"Έξω ετοιμάζεται να βρέξει και εμείς ένα θερινό σινεμά δεν πήγαμε. Εκεί κάπου στο ημισκόταδο να κρατήσουμε την ανωνυμία μας, ίσως, ανάμεσα στους ανθρώπους, πίνοντας κρασί και τρώγοντας χοτ ντογκ σαν να είμαστε και οι δυό μας φυσιολογικοί άνθρωποι. Μην ανησυχείς, δεν ξεχνώ πως δεν είμαστε. Πως δεν ήμασταν ποτέ στο κάτω - κάτω.  
Δύσκολο φορτίο εγώ, δύσκολο φορτίο και εσύ.
Ένα θερινό σινεμά όμως; Ε; Έπρεπε να πάμε..."

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Μπόρα.

Και απλά την τράβηξε από το χέρι και βγήκαν στη βροχή και εκείνη είχε κρυμμένο το πρόσωπό της στα χέρια της, μέχρι που ακούστηκε η πρώτη βροντή και πάγωσε το αίμα της. Τότε ήταν που της πήρε τα χέρια, να μην της κρύβουν το πρόσωπο πια, και της είπε "άνοιξε τα μάτια σου..." δείχνοντάς της τον ουρανό. Η δεύτερη βροντή είχε ήδη γίνει πυροτέχνημα, και η αστραπή που θα ακολουθούσε ήταν σαν να είχαν κατακλύσει τον ουρανό εκατομμύρια πυγολαμπίδες που χτυπούσαν τα φτεράκια τους άτσαλα. Οι τελευταίες σταγόνες τις βροχής είχαν ήδη εξατμιστεί από τους ώμους τους και είχαν γλιστρήσει από τα παπούτσια τους και τώρα έπεφτε από τον ουρανό αστερόσκονη και καρφιτσωνόταν στα μαλλιά τους. 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Χωρίς Τίτλο #1.

"Το σπίτι που μεγάλωσα είναι κοντά στο αεροδρόμιο. Τα αεροπλάνα δίνουν και παίρνουν, όλες τις ώρες. Από μικρή με ενθουσίαζαν. Και ποτέ δεν θα σταματήσω να αναρωτιέμαι, ανεξάρτητα απο την κατεύθυνσή τους: πηγαίνουν ή έρχονται;... Και όποτε το μοιραζόμουν, με κοιτούσαν στραβά. Η ρετσινιά της κατά τόπους χαζής. Μέχρι που τυχαία το είπα σε σένα. Σε σένα που δεν σου αρέσει να φεύγουμε, σου αρέσει να πηγαίνουμε. Και σαν να κατάλαβες. Σαν να είναι η πιο απλή ερώτηση του κόσμου. Έκτοτε, όποτε βλέπω αεροπλάνο, ή ένα όμορφο δέντρο, σε σκέφτομαι. Είναι όμορφο να ξέρω ότι κάπου εκεί έξω ή εδώ μέσα, υπάρχουμε."

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

(άδεια).

Ηλιοβασιλέματα. Κρασί. Μουσικές το πρωί καθισμένη στο πάτωμα. Βόλτες με το σκύλο. Ανάκατα σεντόνια. Μαξιλάρια στο μπαλκόνι. Βουτιές στη θάλασσα. Αναπάντεχες βροχές. Πρωινά. Πακέτα. Λέξεις που δεν είπα. Λέξεις που είπα. Ατέλειωτα πρωινά με τέσσερις συγχορδίες. Βρώμικα πατουσάκια στο πάτωμα. Ταινίες. Βόλτες με καφέ πακέτο. Σιωπές. Δάκρυα. Χαμόγελα. Χαμηλός φωτισμός. Όλα τα φώτα ανοιχτά. Ζεστό νερό. Κρύο νερό. Διαδρομές. Mix cds. Γαβγίσματα στις τέσσερις το χάραμα. Κουβέντες στις πέντε. Επιστροφή με τον ήλιο να ξεπροβάλλει. Ανηφόρες. Κατηφόρες. Φιλιά. Πολλά φιλιά. Αστέρια. Πολλά αστέρια. Άλλα πέφτουν. Άλλα όχι ακόμα. Σκούπα. Κεράκια. Κανέλλα και πορτοκάλι. Καφές. Πολύς καφές. Αντικριστά στον καναπέ. Κάτω δεξιά. Συννεφιά τον Αύγουστο. Βιβλία. Πολλά βιβλία. Κρυφές κομμένες σελίδες μέσα σε τσάντες. Στίχοι. Ακαταστασία. Αέρας. Κατά τόπους. Πεσμένες γιρλάντες. Άτσαλο φλερτ. Daydreaming. Φωτογραφίες. Διακοπές. Ή και όχι. Αστικό Καλοκαίρι. Ταυτόχρονες ανάσες. Ταυτόχρονα γενικώς. Ένας χρόνος κοντεύει. Σύμπαν. Με χιούμορ. Ή και χωρίς. Εδώ. Γιατί έδώ. Καπνός. Τύχη. Ατυχία. Ιδρώτας. Μακιγιάζ. Παντού. Φωτιά. Μέσα γενικώς. Τοπία. Εσωτερικού χώρου. Μυρωδιές. Αρώματα. Αγκαλιές. Πολλές αγκαλιές. Και άλλα τόσα όνειρα. Και εφιάλτες. Κίνηση. Λεωφορεία. Ταξίδια. Αεροπλάνα. Εισιτήρια. Άγχος. Θυμός. Νεύρα. Μελαγχολία. Έρωτας. Πλημμύρα. Ραντεβού. Αργοπορία. Μάτια. Πολλά μάτια. Καρδιές. Όχι τόσες. Ψίθυροι. Φωνές. Τηλεφωνήματα. Ή και όχι. Ύπνος. Ταχυκαρδίες. Αρρυθμίες. Αγωνία. Πόθος. Υπέροχα πράγματα. Επιθυμία. Επιλογές. Ένα σωρό. Δεύτερες σκέψεις. Κανένα νόημα. Πρώτες σκέψεις. Αιφνίδιες ερωτήσεις δρόμου. Υποθετικές ερωτήσεις δρόμου. Behind the Scenes. Δίνη. Κραυγές. Άφωνες. 

Εκπνοή. Ανάσα. Κι άλλη μια εκπνοή. 
Και πάλι απο την αρχή. 

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Ο Φάρος.

Κάθομαι εκεί στην άκρη. Μόνη. Στα βράχια. Και το φως του Φάρου παίζει πάνω απο το κεφάλι μου. Γυρνά γύρω-γύρω δίχως σταματημό, με τη σμαραγδένια του δέσμη και όσο περνά η ώρα νιώθω όλο και πιο ασφαλής. Ο αέρας μου παίρνει τα μαλλιά, μερικές σταγόνες θάλασσας καρφιτσώνονται στα μαλλιά μου, και άλλες πάλι ουρανού πέφτουν στο πρόσωπό μου. Κατά τα άλλα σκοτάδι. Μονάχα ο Φάρος. Μες το κεφάλι μου εκκωφαντικο το This will Destroy You παρέα με τα αστέρια. Για άλλους τα αστέρια είναι οδηγός, για άλλους χρήματα, για άλλους είναι ένα λουλούδι, αλλά πάντα στέκονται εκεί, και γελούν και περιμένουν.
Ανασαίνω αυτόν τον αέρα που μου λείπει όλες τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας. Σκέφτομαι να τον κλείσω μέσα σε ένα μπουκαλάκι και να το δέσω στο λαιμό μου. Να σνιφάρω όταν μου λείπει το άρωμα του. 

Τώρα ας πούμε. 

Καθισμένη στο πάτωμα. Στο σαλόνι μου. Ο Φάρος πουθενά παρά μόνο μέσα μου. Να γυρνά, ενάντια στον χρόνο για πάντα. Για όσο. Πόσο είναι το για πάντα; Ε δε θα 'ναι; 
Όσο αντέχω. Τόσο. 
 

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

Δύο στα δύο.

- ...και τελικά; 
- έλα μωρέ. Όπου βγει. 
- ναι αλλά...
- δεν έχει αλλά. 
- ...μα...
- Ούτε μα έχει. Τι δεν καταλαβαίνεις;
- ναι εντάξει... 
- Φούλαρα. 
- Υπέροχα τότε.
- Έτσι. 
- Δε γίνεται κι αλλιώς. 

- Μη ρωτήσεις που. 
- Δεν είχα σκοπό ούτως ή άλλως. 
- Να αλλάξω; 
- Όχι, ωραίο είναι. Νομίζω θα βρέξει...
- Ε και;
- Σωστό κι αυτό. 

- Σίγουρα; 
- Για κανένα λόγο σίγουρα. 
- Ανακουφίζομαι λιγάκι. Πήγαινέ το πίσω, μου άρεσε αυτό!
- Ό,τι πεις, δε χαλάω χατίρι. 
- Υπέροχα.
- Δύο στα δύο. 
- Είναι που έχω και ασίστ. 



Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Λούνα Παρκ.

Προχώρησε προς την χαμογελαστή ταμία πίσω απο το τζάμι, αγόρασε ένα εισιτήριο για εκείνη, η ταμίας της ευχήθηκε "καλή διασκέδαση" και εκείνη προχώρησε αργά προς την είσοδο. Μια μεγάλη πολύχρωμη - ακίνδυνη, ανέμελη είσοδος. Η μουσική γύρω έπαιζε λες και μιλούσε για κάθε τι που σκεφτόταν. Τη μια ήταν σαν να πατούσε πάνω σε κινούμενη άμμο, την άλλη σαν να έκανε πατινάζ πάνω σε πολύ λεπτό πάγο. Θα ήταν μέρος της εμπειρίας, σκέφτηκε. Κοιτούσε τριγύρω. Κιόσκια με σκοποβολή. Η τεράστια ρόδα. Το τρενάκι του Τρόμου. Τρενάκι μέσα σε νερό. Τρενάκι με ένα σωρό λούπες. Συγκρουόμενα αυτοκινητάκια. Ένα μεγάλο καράβι που πήγαινε πέρα δώθε. Εκείνο το άλλο, με τα καρεκλάκια που έφερνε γύρους πολύ γρήγορα στον αέρα, και που δεν ξέρει πως το λένε. Και μετά στο τέλος της σειράς, εκείνη η πλατφόρμα που ανεβαίνει πολύ ψηλά και έπειτα πέφτει με το βάρος της. 
Κόσμος πουθενά. Ήταν λες και βρισκόταν μόνη της. Όλα τα παιχνίδια του πάρκου λειτουργούσαν μόνα τους, χωρίς κανένα χειριστή. Αν ανέβαινε στις καρεκλίτσες και πήγαιναν πολύ γρήγορα και κάτι γινόταν και έφευγε κάποια βίδα και βρισκόταν στον αέρα και έσκαγε μετά κάπου με γδούπο;... Αν ανέβαινε στο τρενάκι με τις λούπες και δεν δένονταν καλά και έπεφτε στην πρώτη στροφή, στις ράγες; Αν μέσα στο τρενάκι του Τρόμου, υπήρχαν όντως φαντάσματα; 
Έμεινε εκεί, στη μέση. Με τη μουσική να παίζει δυνατά μες τ'αυτιά της: "There's something broken about this, but I might be hoping about this". Τίναξε πίσω τα μαλλιά της. Κοίταξε τα άσπρα της παπούτσια. Μετά πάλι κάτω δεξιά. Μετά ευθεία. Και μετά βήμα κι άλλο βήμα και βουτιά. Πρώτα θα ξεκινούσε με την Ρόδα και έπειτα θα ανέβαινε σε όλα τα υπόλοιπα.

Γιατί έτσι νιώθει όποτε είναι μαζί του. Σαν σε μια παρανοική βόλτα στο πιο πρωτόγνωρο και επικίνδυνο λούνα παρκ του κόσμου. Και το ξέρει κάθε φορά που κόβει εισιτήριο ότι δεν υπάρχει γυρισμός. 

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

Συνταγή.

Οι άνθρωποι είμαστε όλοι ίδιοι σε ότι αφορά τα βασικά: μάτια, καρδιά, χέρια, συγκυρίες και στομάχι. 
Μάτια για να μη μπορούμε να κρυφτούμε όταν έρθει εκείνη η ώρα. Καρδιά για να την ακούμε ή πρώτη, ή τελευταία όταν όλα τα υπόλοιπα έχουν ναυαγήσει. Χέρια για να μη χανόμαστε, για να περπατάμε πιασμένοι στις εκδρομές και για να καθησυχάζουμε ο ένας τον άλλον όταν τα μάτια και η καρδιά αποτυγχάνουν. Συγκυρίες γιατί χωρίς μαγεία κανείς ποτέ δεν ευτύχησε αξιοπρεπώς. Και στομάχι για να αντέχει όλα τα παραπάνω. 

Βάλε τα όλα στη σωστή σειρά, τάισε τα τις σωστές λέξεις και θα ξυπνήσεις και συ σ'ένα λιβάδι με... 

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

Εκεί μακριά στο Τενεσί.

Μου λείπει να μη ρωτάω που. 
Μη με ρωτάς, απλά πάμε. 
Θα έστριβα στην επόμενη έξοδο αν ήξερα να οδηγώ. 
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες. 
Μαθαίνουν να διαβάζουν απο τις ταμπέλες και τα συστατικά στα μπουκαλάκια του σαμπουάν στα μοτέλ. 
Χάθηκα. Επιτέλους χάθηκα. 
Σαν να χει σιφόνι η τσέπη μου και μόνιμα αδειάζει. 
Μου λείπει το απλά να πάμε. 
Κι ας βρεθούμε κάπου αλλού. 
Κι ας μη βρεθούμε καθόλου. 
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες. 
Ερωτεύονται στα πεζούλια και δίπλα τους ένας κύριος με κοστούμι διαλύει το τηλέφωνό του, πετάει ένα γράμμα, βγάζει την γραβάτα και αλλάζει ζωή. 
Προχωρώ. Έχω χάσει το μέτρημα.
“Σε ποιόν εαυτό χρωστάς σήμερα;” 
Δεν απλώνει το χέρι, δεν ζητά τίποτα. 
Μου λείπει το να 'σαι 'κει και να χάνεται το τριγύρω. 
Ν'ανοίγω τα μάτια και τη μια να σαι πλατεία με βρύση να τρέχει, την άλλη να σαι εξοχή με πουλιά και παπαρούνες και την τρίτη να σαι δρόμος που κοχλάζει. 
Δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες. 
Φιλιούνται και χορεύουν δίπλα στο φυλάκιο και ο σκοπός κοιτά ύποπτα μήπως και γίνουμε πολλοί, μήπως πληθύνουν οι αγκαλιές, μήπως τα κάψουμε όλα για ένα καπρίτσιο. 
Μου λείπει να με ρωτάς και να μου λες. 
Γιατί η γαλήνη είναι μόνο για τους ηττημένους και η σιγουριά έχει το κλουβί στα σπλάχνα της. 
Η καρδιά μονάχα μετατρέπει την ηρεμία σε ευγενές χάος. 

Και κάπως έτσι δεν γερνάνε οι ταξιδιώτες... αλλά δεν ζουν για πάντα.